.............................................................................. με ειδήσεις και νέα από τον ιστορικό Μοριά

στον ιστορικό Μοριά...

    ~Η Πελοπόννησος είναι η μεγαλύτερη χερσόνησος της Ελλάδας, και ένα από τα εννέα γεωγραφικά της διαμερίσματα. Πληθυσμός: 1,1 εκατ. (2011) Βικιπαίδεια

~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~
..........................................................Δείτε εδώ, στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας ...........

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
(Μια φωτογραφία του Γ. Ν. Τζανάκου)

-Μπορεί ένα ξύλινο κλουβάκι (1.30 Χ 1.50 μ.) να γίνεται η καρδιά ενός κόσμου;
-Μπορεί!!! Γιατί είναι το ελληνικό περίπτερο. Μια ελληνική ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία, ένα αναπόσπαστο και χαρακτηριστικό κομμάτι της κοινωνίας μας εδώ και πολλές 10ετίες, που χρωματίζει όμορφα κι αισιόδοξα την καθημερινότητά μας κι έχει ζυμωθεί με αναμνήσεις ζωής.
Τα περίπτερα πρωτοεμφανίστηκαν ως καπνοπωλεία μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας στο Ναύπλιο, που ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του Ελληνικού Κράτους , και μετά επεκτάθηκαν σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, πληθαίνοντας και τα προϊόντα που πουλούσαν, εκτός από τον καπνό και τα τσιγάρα . 
Η λέξη «περίπτερο» είναι σε χρήση από την αρχαιότητα ως επίθετο στον «περίπτερο ναό» τον ναό , δηλαδή , που περιβάλλεται από κίονες σ’ όλες τις πλευρές του. 
Στα 1889 , ως κοινωνική πολιτική , θεσμοθετήθηκε η χορήγηση αδειών περιπτέρων σε τραυματίες πολέμου κι έτσι ο αριθμός τους μεγάλωσε κατά πολύ . Αργότερα , με αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας , τα περίπτερα έγιναν όλα ομοιόμορφα , ομοιόχρωμα και με τις ίδιες διαστάσεις (1,30μ χ 1,50μ) για όλην την Ελλάδα. Η θέση τους ορίστηκε στις γωνίες των πεζοδρομίων και των πλατειών , σε πάρκα και σε στάσεις λεωφορείων . O ερχομός του τηλεφώνου στην Ελλάδα έδωσε τεράστια ώθηση στα περίπτερα των αστικών κέντρων . Επειδή το τηλέφωνο στο λαϊκό σπίτι , τότε , ήταν όνειρο ανεκπλήρωτο , τα περίπτερα , με τα τηλέφωνα που τοποθέτησαν για κοινή χρήση , έγιναν το κέντρο ζωής για τους ανθρώπους κάθε συνοικίας , οι οποίοι (ως εσωτερικοί μετανάστες που ήταν οι περισσότεροι) απ’ το τηλέφωνο του περίπτερου επικοινωνούσαν με τους συγγενείς και φίλους στο χωριό ή σφυρηλατούσαν αισθηματικές σχέσεις εντός του άστεως που συνήθως κατέληγαν σε αρραβώνα και γάμο . Φυσικά ο περιπτεράς (εκών - άκων) γινόταν κοινωνός των όσων λέγονταν από το τηλέφωνο , γι’ αυτό και η λαϊκή σοφία αποφάνθηκε τελεσίδικα :
«Οι περιπτεράδες ξέρουν περισσότερα για τη γειτονιά από τους πάντες»
Η παρουσία αλλά και ο ρόλος του περίπτερου στην καθημερινή ζωή του Έλληνα ήταν τόσο σημαντική , ώστε το περίπτερο έγινε κεντρικό θέμα και σε ελληνικές ταινίες της εποχής , με αξέχαστη και κορυφαία ανάμεσά τους την ταινία «Τζιπ , περίπτερο κι αγάπη» (1957) στην οποία πρωταγωνιστούσαν οι : Νίκος Σταυρίδης , Νίκος Ρίζος , Μαρίκα Νέζερ , Γιάννης Γκιωνάκης , Κώστας Χατζηχρήστος , Σοφία Ματθιουδάκη , Βίλμα Κύρου , Κούλα Αγαγιώτου , κ.α. . 
Τα περίπτερα , όπως και κάθε χώρος στον οποίο ζει και δουλεύει ο άνθρωπος , δεν είναι απλά μαγαζιά επιβίωσης . Είναι (πάνω απ’ όλα) τόποι , που ο άνθρωπος ποτίζει και μπολιάζει με τον ιδρώτα και το αίμα του , με τις αγωνίες και τις ελπίδες του , με τις χαρές του και τις λύπες , και γι’ αυτό και είναι τόποι ιεροί , τόποι στους οποίους φύτρωσε σαν σποράκι ταπεινό η ζωή και ψήλωσε και θέριεψε κι έβγαλε φύλλα και άνθη και καρποφόρησε και άφησε στίγμα ανεξίτηλο στη βραγιά που η μοίρα κι ο Θεός τη φύτεψαν στο περιβόλι τους .
Κάπου στα 1958 ένας εξαίρετος και προικισμένος Λάκωνας Φωτογράφος με καλλιτεχνικές ευαισθησίες , ο Γιώργος Ν. Τζανάκος , στάθηκε στη μέση της οδού Παλαιολόγου στη Σπάρτη , σήκωσε τη μηχανή του , καδράρισε το θέμα με την έμπειρη κι ευαίσθητη ματιά του , και πάτησε το κλείστρο στην κατάλληλη στιγμή, αποτυπώνοντας στο φιλμ το περίπτερο της γωνίας Παλαιολόγου και Ευαγγελιστρίας του οποίου η άδεια ήταν (τότε) στο όνομα του Αντωνίου Διακουμάκου του Ιωάννου. 
Ο Αντώνης Ι. Διακουμάκος , παιδί φτωχής αγροτικής οικογένειας , είχε γεννηθεί στην Τάραψα Λακωνίας στα 1901 . Η πατρίδα τον κάλεσε στα 1919 στη Μικρασιατική Εκστρατεία . Σε κάποια απ’ τις πολλές και σκληρές μάχες με τους Τούρκους ο Αντώνης δέχτηκε μια σφαίρα κατάστηθα . Γλίτωσε τη ζωή του αλλά μέχρι που πέθανε , στα 1962 , βασανιζόταν από τα τραύματά του . Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του ο Αντώνης Διακουμάκος βρήκε δύναμη να σταθεί όρθιος και να παλέψει τη ζωή . Γύρισε στο χωριό του , ασχολήθηκε με τη γη σαν αγρότης , παντρεύτηκε με την Ελένη Μητρούση από τη Σπάρτη , κόρη του γερο-Νικόλα του χτίστη από το Βυζίκι Γορτυνίας και στα 1933 , ως ανάπηρος πολέμου , έκανε αίτηση για άδεια περιπτέρου στη Σπάρτη . Η αίτηση εγκρίθηκε , η οικογένεια Αντώνη Διακουμάκου μετακόμισε στη Σπάρτη και πολύ γρήγορα , με τις οικονομίες που είχαν , έστησαν το περίπτερό τους στη γωνία Παλαιολόγου και Ευαγγελιστρίας . Ήταν ένα απλό ξύλινο περιπτεράκι , μέσα στις προδιαγραφές του νόμου , βαμμένο στο χρώμα της ώχρας , με πόρτα από την ανατολή , με τζάμια-βιτρινούλες ολόγυρα και παραθυράκια που ανεβοκατέβαιναν για την εξυπηρέτηση των πελατών . Το βράδυ που έκλεινε το περίπτερο όλη η βιτρίνα ολόγυρα σφάλιζε με τετράφυλλα ξύλινα παντζούρια . Στο γείσο του περιπτέρου γωνιακές σιδεριές (2 σε κάθε πλευρά) , στολισμένες με έλικες , στήριζαν την όμορφη τετράριχτη λαμαρινένια στέγη που έμοιαζε να έχει μετακομίσει εδώ από κάποιο βυζαντινό χτίσμα του παλιού καιρού . Γύρω , στις τρεις πλευρές , από την έξω μεριά , ήταν τα στενά ξύλινα περβάζια για την εξυπηρέτηση των πελατών και του περιπτερά , αφού εκεί ακουμπούσαν τα είδη που αγοράζονταν αλλά και το αντίτιμο και τα ρέστα του πελάτη. Προμετωπίδα του περιπτέρου προς την Παλαιολόγου μια πινακίδα με την επιγραφή :
« ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟΝ
Α. Ι. ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ» 
Αυτό το μικρό και ταπεινό περιπτεράκι διάλεξε να κάνει πολεμίστρα ζωής , ο κυρ Αντώνης ο Διακουμάκος . Καθισμένος στην καρεκλίτσα του από τις 5.30΄το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ έδινε τον καθημερινό του αγώνα για να ζήσει την οικογένειά του , πουλώντας τα τσιγάρα , τα ψιλικά , τους ξηρούς καρπούς , τις οδοντόκρεμες και τις οδοντόβουρτσες , τις κρέμες ξυρίσματος , τα πινέλα και τα κύπελα για τη σαπουνάδα , τις τσατσάρες και τα καθρεφτάκια , τις σοκολάτες και τα μπισκότα , τα μοσχοσάπουνα , τα παυσίπονα , τις εφημερίδες και τα περιοδικά …και ό,τι άλλο , τέλος πάντων , αποτελούσε την «περιουσία» του παλιού περίπτερου . Τα ζαχαρώδη και τους ξηρούς καρπούς τα προμηθευόταν από το κατάστημα «ΓΚΑΤΣΗ» στις καμάρες της Ευαγγελιστρίας απέναντι από το περίπτερο και τα ψιλικά από το κατάστημα «ΤΖΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ» στην Κων/νου Παλαιολόγου , κοντά στο ξενοδοχείο «ΜΕΝΑΛΑΪΟΝ» . Στη δουλειά αυτή τον βοηθούσαν και τα δυο του παιδιά , ο Νίκος και ο Γιάννης (ιδιαίτερα ο Νίκος) , η γυναίκα του η κυρά Ελένη και η νύφη του η Γεωργία (σύζυγος του Νίκου) , μοιράζοντας τις πολύωρες βάρδιες στο περίπτερο , ανάλογα με τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις που είχε ο καθένας .
Το σημείο εκείνο που στήθηκε το περίπτερο του Αντώνη Ι . Διακουμάκου ήταν μια πολύ ζωντανή γειτονιά της παλιάς Σπάρτης . Κατ’ αρχήν , το περίπτερο βρισκόταν ανάμεσα σε δυο απ’ τα πιο πολυσύχναστα καφενεία της Σπάρτης , το καφενείο του Θανάση Φιντάνη και το καφενείο των Αφών Νίκου και Φοίβου Τράγκα . Κοντά του ήταν και η περίφημη «Πλατάνα» , ένα μεγάλο πλατάνι που ήταν σημείο αναφοράς για τους παλιούς Σπαρτιάτες . Εκεί , στην αλάνα της Πλατάνας , άραζαν τα καρότσια τους και ξεκουράζονταν οι αχθοφόροι που έκαναν τότε τις πάσης φύσεως μικρομεταφορές μέσα στην πόλη . Το κομμάτι της οδού Ευαγγελιστρίας , στην πλάτη του περίπτερου κάτω από τις καμάρες , ήταν γεμάτο με μαγαζάκια ισόγεια ή υπόγεια , όπως ταβέρνες (περίφημη η υπόγεια ταβέρνα του Νίκωνα του Μητρούση αδερφού της κυρά Ελένης της γυναίκας του Αντώνη Διακουμάκου) , μπακάλικα (ποιος δεν θυμάται το γωνιακό μπακάλικο-πρατήριο σιγαρέτων Σκιαδά – Κούτσαρη και δίπλα εκείνο του Κανελλάκη) , τσαγκάρικα ( υπόγειο τσαγκάρικο Λάμπρου Λαμπρόπουλου) , φανοποιεία (υπόγειο «φανοποιείον» Σπυρίδωνος Νικολάου) , καφενεία ( Χαντζάκου , Μαύραινας …) , κ.α. ενώ , λίγο πιο κάτω , στη διασταύρωση της Ευαγγελιστρίας με την Α. Νίκωνος και τη Χαμαρέτου , βρίσκονταν τα «παλιά σφαγεία» και η πιάτσα με τα κάρα που αργότερα έγινε πιάτσα για τις μοτοσικλέτες μεταφορών . Στο πεζοδρόμιο , επίσης , κάτω από τις καμάρες της οδού Ευαγγελιστρίας , στο κομμάτι νότια του Μουσείου , έστηναν πάγκους ή άραζαν τα καροτσάκια τους διάφοροι μικροπραματευτές της βιοπάλης , όπως ο μπαρμπα – Νίκος ο Νικητόπουλος με τα ψιλικά του , που αργότερα άνοιξε μαγαζί ψιλικών δικό του στην Παλαιολόγου . Ακόμα και μπουζοπούλες καλοψημένες και λαχταριστές έφερναν εκεί (εποχιακά) σε υπαίθριους πάγκους , τις έκοβαν και τις πουλούσαν , ο Τάσος ο Φλέσσας (Ληστής) και ο Μίμης ο Κοντάκος . Απ’ έξω από το καφενείο του Χαντζάκου έστηνε ψησταριά κι έψηνε κοκορέτσι ο Μίμης ο Κουβαράκος ενώ , παρακάτω , έξω από του Τράγκα το καφενείο , έφερναν λάδι σε τενεκέδες και το πουλούσαν διάφοροι ελαιοπαραγωγοί !
Εποχές δύσκολες αλλά ανθρώπινες και ζεστές , με χρώμα και άρωμα που ακόμα αναζητούμε ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα των αναμνήσεων . Εποχές διαφορετικές , με ανθρώπους άλλους , διαφορετικούς , έτσι όπως αδρά τους περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου :
«Αλλά και οι άνθρωποι δεν ήτανε πλεονέχτες , ο πλούσιος έδινε στον πιο φτωχό , κι ο φτωχός πάλε δεν ήθελε σώνει και καλά ν’ ανεβεί απάνου από τον άλλον , δε λίμαζε , δεν τον έτρωγε η ζηλοφθόνια , ούτε ο νους του ήτανε όλο στο κέρδος , μόνο πέρναγε η ζωή τους με ειρήνη βαθιά , κι ο Θεός τους βλογούσε από πάνου».
Ήταν , λοιπόν , το περίπτερο του Αντώνη Ι .Διακουμάκου , στην καρδιά ενός μικρόκοσμου της Σπάρτης που έσφυζε από ζωή και καθώς οι μέλισσες μαζεύονται γύρω από τα λουλούδια , έτσι και οι «θαμώνες» της περιοχής μαζεύονταν γύρω από το περίπτερο «ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ» αναπτύσσοντας μιαν ιδιαίτερη σχέση με τον περιπτερά τον κυρ-Αντώνη και το υπόλοιπο «προσωπικό» του περίπτερου , αφού ο περιπτεράς είναι ΚΑΙ έμπιστος φίλος ΚΑΙ «δικός» ΚΑΙ «εξομολόγος» και …και …και …Το περιπτεράκι αυτό ήταν κάτι σαν αλατοπίπερο ζωής . Εκεί πήγαιναν να ψωνίσουν , εκεί για να δώσουν και να πάρουν μιαν «καλημέρα» ή μια «καληνύχτα» , εκεί για να «κουτσομπολέψουν» τα μικρά και μεγάλα συμβάντα της πόλης και της ζωής , εκεί για να πουν τον πόνο και τη χαρά τους , εκεί για να εξομολογηθούν τα μικρά και μεγάλα μυστικά που τους βάραιναν , εκεί για να πάρουν χρήσιμες πληροφορίες , εκεί άφηναν παραγγελίες … «κυρ-Αντώνη άμα περάσει ο τάδε να του πεις…» , ή σημειώματα και πράγματα … «Φύλαξε το κυρ-Αντώνη! Θα περάσει να το πάρει ο…»! Η καθημερινότητα των ανθρώπων που κατοικούσαν, δούλευαν , ψώνιζαν ή σύχναζαν στην περιοχή είχε ταυτιστεί μ’ αυτό το μικρό περιπτεράκι που έγραψε τη δική του μικρή ιστορία στο βιβλίο της πόλης μας και που ανάστησε μιαν ολόκληρη κοινωνία γύρω από το μικρό , το ελάχιστο οικοπεδάκι όπου έριξε τα θεμέλιά του .
Κοιτάζοντας τη φωτογραφία του παλιού περίπτερου , με μια πρώτη ματιά θα πεις ότι είναι μια απλή φωτογραφία όπως άλλες πολλές . Αν σταθεί το βλέμμα σου , όμως , λιγάκι παραπάνω και κοιτάξεις πιο προσεχτικά , θα δεις πως είναι ένα παράθυρο στο χρόνο , απ’ το οποίο μπορείς ν’ αγναντέψεις τους ανθρώπους και να αφουγκραστείς τη ζωή μιας άλλης εποχής : 
Σε πρώτο πλάνο βλέπεις το καλοφτιαγμένο περίπτερο με την πινακίδα του ιδιοκτήτη κάτω από την ηλεκτρική λάμπα που άναβε τα βράδια :
«ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟΝ
Α. Ι. ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ» 
Στη φάτσα τρεις χαρακτηριστικές διαφημιστικές πινακίδες της εποχής , μια για το θρυλικό ελληνικό τσιγάρο «ΑΣΣΟΣ φίλτρο ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ» , μια για τα επίσης θρυλικά ξυραφάκια και ξυριστικές μηχανές Gillete και , τέλος , άλλη μια για την «Καλμαλίνη» το ελληνικό παυσίπονο με το μεταλλικό κουτί , που όταν άδειαζε το χρησιμοποιούσαν οι νοικοκυρές για να βάζουν βελόνες , καρφίτσες , κουβαρίστρες , καρούλια , κουμπιά , κλπ ή τα παιδιά της εποχής για τους βόλους και τις χαλκομανίες τους . Έξω απ’ το περίπτερο , δεξιά , κρέμεται ένα καλάθι για τα χαρτάκια και τα σκουπίδια και κάτω στο πεζοδρόμιο κάποιος έχει ακουμπήσει (στην επιστασία του περιπτερά ) ένα κοφίνι , τόσο απαραίτητο τότε για όσους έρχονταν απ’ τα χωριά για να ψωνίσουν στην πόλη .
Στις σχολαστικά τακτοποιημένες βιτρινούλες του περίπτερου διακρίνονται τα περίφημα μοσχοσάπουνα «ΕΡΜΗΣ» , οι μοναδικές και αξέχαστες οδοντόκρεμες «ΚOLYNOS» , κουτάκια με τσίχλες , πινέλα ξυρίσματος , στραγάλια , δυο γυάλινα βάζα με ξηρούς καρπούς , κ.α. . Απ’ το σηκωμένο τζαμάκι της πρόσοψης ποζάρει όμορφος , νέος και χαμογελαστός , με άσπρο πουκαμισάκι και περιποιημένο μουστάκι , ο Νίκος Διακουμάκος , γιος του κυρ-Αντώνη , που κάνει τη βάρδια του καθισμένος στην καρέκλα του περιπτερά . Έξω από το περίπτερο , στα δεξιά , στέκεται ένας πελάτης , νέος , σκεφτικός , καλοντυμένος στα λευκά , μ’ ένα τσιγάρο στα χείλη , μια φιγούρα που κάνει πιο έντονη την καλλιτεχνική αξία της φωτογραφίας και δείχνει την εγνωσμένη ικανότητα του φωτογράφου Γιώργου Ν. Τζανάκου , να «στήνει» σωστά , με ισορροπία κι ευαισθησία τα φωτογραφικά του θέματα . Πίσω απ’ τον περιπτερά διακρίνεται η φιγούρα του γνωστού στη Σπάρτη μπαλωματή Λάμπρου Λαμπρόπουλου από Κατσίμπαλη Μεγαλοπόλεως , ο οποίος μπαλώνει και διορθώνει χαλασμένα παπούτσια μπροστά στον υπαίθριο πάγκο του ενώ δίπλα του τον συντροφεύει η γυναίκα του . Αργότερα ο Λάμπρος Λαμπρόπουλος νοίκιασε ένα υπόγειο δίπλα από κει που έστηνε τον πάγκο και δούλεψε τσαγκάρης μέχρι που πήρε σύνταξη κάπου στη 10ετία του ’80.
Δεξιά απ’ το περίπτερο , στο βάθος , διακρίνεται ο λούστρος ο κουτσο-Παναγιώτης που έστηνε το κασελάκι του καθημερινά εκεί στη γωνία για το πικρό μεροκάματο και πίσω του το ιστορικό μπακάλικο – καφεκοπτείο - καπνοπωλείο «ΣΚΙΑΔΑ – ΚΟΥΤΣΑΡΗ» με τις διαφημιστικές πινακίδες του καφέ «ΜΠΡΑΒΟ» και του τοματοπελτέ «ΚΥΚΝΟΣ» στην πρόσοψη . Μέχρι κι ένας πελάτης διακρίνεται αχνά μέσα στο μπακάλικο !!!
Πρόκειται , πραγματικά , για μια αριστουργηματική φωτογραφία του Γιώργου Ν. Τζανάκου , από εκείνες τις φωτογραφίες στις οποίες ταιριάζει απόλυτα το απόφθεγμα του αμερικανού φωτογράφου Garry Winogrand , 1928-1984 : 
«Για μένα η πραγματική δουλειά της φωτογραφίας είναι να συλλάβει ένα κομμάτι της πραγματικότητας (ό,τι κι αν είναι αυτό) στο φιλμ. Αν αργότερα η πραγματικότητα σημαίνει κάτι για κάποιον άλλο , τόσο το καλύτερο».
Το ταπεινό αυτό περίπτερο του Αντώνη Ι . Διακουμάκου , εκεί στη γωνία Παλαιολόγου κι Ευαγγελιστρίας στη Σπάρτη , είδε κι αφουγκράστηκε πολλά : Τη φτώχεια και τη δυστυχία του μεσοπολέμου , τη δόξα και την πατριωτική έξαρση του 1940 , τη μαύρη νύχτα της κατοχής 1941-44 , τον πικρό και αδερφοκτόνο εμφύλιο 1944 - 49 , την ταραγμένη πολιτικά και κοινωνικά περίοδο της 10ετίας του ’50 , την δημοκρατική ελπίδα του ’60 , τη στυγνή δικτατορία 1967-1974 , την επιστράτευση-οπερέτα του 1974 , την ανάταση της μεταπολίτευσης αλλά και τις ματαιωμένες ελπίδες … . Οι άνθρωποι έγραφαν την Iστορία και το περίπτερο ήταν εκεί , βουβός μάρτυρας και καταγραφέας αυτών που συνέβαιναν γύρω του . 
Στα 1962 ο Αντώνης Ι. Διακουμάκος ταλαιπωρημένος από τα τραύματα του μικρασιατικού πολέμου πέθανε σε ηλικία μόλις 62 ετών . Τη θέση του καπετάνιου στο μικρό καράβι την πήρε δικαιωματικά και άξια η γυναίκα του κυρ-Αντώνη , η Ελένη Διακουμάκου-Μητρούση , μια πληθωρική και δυναμική προσωπικότητα που της χάρισε το δημοφιλές παρατσούκλι … «Ελενάρα» . Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που αφηγείται ο γιος της ο Νίκος :
«Μια μέρα ένας πελάτης του καφενείου , συμφώνησε με την παρέα του να πάει να πειράξει την Ελενάρα , για να γελάσουν . Πλησίασε , λοιπόν , στο περίπτερο κι άρχισε να της απευθύνει «τρυφερότητες» . Τότε η Ελενάρα τον αποπήρε αγριοφωνάζοντας :
-Τι λες , ρε αρχαίε ; Βρήκες λουλούδι να μυριστείς ; Εγώ , ρε , είμαι γαϊδουράγκαθο!
Και βουτώντας τη μαγκούρα της βγήκε έξω απ’ το περίπτερο και τον πήρε του «κυνήγου» ενώ οι θεατές είχαν λυθεί από τα γέλια !!!
Στο περίπτερο «ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ» αναγκάστηκε κάποτε να σταματήσει κι ένας βασιλιάς : Τον Μάιο του 1963 ο βασιλιάς Παύλος με τη γυναίκα του Φρειδερίκη και τα παιδιά του Κωνσταντίνο και Ειρήνη έκαναν περιοδεία στην Πελοπόννησο . Από την περιοδεία αυτή δεν ήταν δυνατό να λείπει ο βασιλικότερος νομός της Ελλάδας , η Λακωνία . Αφού η βασιλική οικογένεια επισκέφτηκε τη Σπάρτη όπου της έγινε ενθουσιώδης και μεγαλειώδης υποδοχή , μετέβη στη συνέχεια στο Γύθειο . Επιστρέφοντας την επομένη από το Γύθειο η βασιλική οικογένεια για να πάει μέσω Ταϋγέτου στην Καλαμάτα ξαναπέρασε από τη Σπάρτη όπου πλήθος κόσμου, παρατεταγμένου ένθεν κι ένθεν επί της κεντρικής οδού της πόλης , της Κων/νου Παλαιολόγου , τους αποθεώνει και τους επευφημεί για δεύτερη φορά . Ξαφνικά το βασιλικό αυτοκίνητο φρενάρει απότομα μπροστά από το περίπτερο «ΔΙΑΚΟΥΜΑΚΟΥ»! Η Ελενάρα , με μια ανθοδέσμη στα χέρια , έχει πεταχτεί από το περίπτερο μέσα στο δρόμο , για να τη δώσει στη «βασίλισσά της τη Φρειδερίκη» !!!. Κάποιοι αστυνομικοί προσπάθησαν να την εμποδίσουν , αλλά φάνηκαν πολύ λίγοι μπροστά στη δυναμική και πληθωρική Ελενάρα . Τους απώθησε , βγήκε στη μέση της λεωφόρου , ανάγκασε το βασιλικό αυτοκίνητο να σταματήσει , παρέδωσε την ανθοδέσμη στη Φρειδερίκη , αποχώρησε πανευτυχής , κι έτσι μπόρεσαν οι βασιλείς να συνεχίσουν την περιοδεία τους !!!
Κάθε μέρα , η Ελενάρα , χειμώνα –καλοκαίρι , κατά τις 5 το πρωί , έπαιρνε το δρόμο από το σπίτι της στο Νέο Κόσμο , για ν’ ανοίξει το περίπτερο . Αν ήταν χειμώνας έπαιρνε μαζί της κι ένα τενεκεδάκι με κάρβουνα από τη σόμπα για ν’ ανάψει το μαγκαλάκι εκεί στο περίπτερο . Όσοι τη συναντούσαν εκείνη την άγρια χειμωνιάτικη ώρα μέσα στα σκοτάδια έχουν να λένε για τις βρισιές που εκτόξευε στο «κωλόκαιρο» με τη βραχνή και δυνατή χοντροφωνή της . 
Με τη βοήθεια του γιου της του Νίκου και της νύφης της Γεωργίας κράτησε η Ελενάρα το περίπτερο ως το 1979 οπότε πήγε να συναντήσει στον ουρανό τον αγαπημένο της άντρα , τον Αντώνη , σε ηλικία 82 ετών . Την επομένη χρονιά , 1980 , το περίπτερο έφυγε από το «Διακουμακέικο» και πήγε σ’ άλλον ιδιοκτήτη .
Οι εποχές ήδη άλλαζαν ραγδαία , μαζί τους και τα περίπτερα . Έτσι και τούτο το παλιό περίπτερο της φωτογραφίας έκλεισε ένα όμορφο κεφάλαιο 47 ολόκληρων χρόνων κι έβαλε το βιβλίο του στο ράφι της βιβλιοθήκης των αναμνήσεων . Σήμερα , με διαφορετική μορφή και όψη , υπάρχει ακόμα , ανασκαλεύοντας και ζωντανεύοντας στη μνήμη των παλαιών τις παλιές θύμησες , ενός καιρού που πέρασε αλλά πάντα φωνάζει : «παρών» !
«Αναμνήσεις .
Ξεθωριάζουν με το χρόνο λίγο .
Κιτρινίζουν στις άκρες , τσαλακώνονται σαν ρυτίδες προσώπου ,
μυρίζουν πολυκαιρία .
Σαν παλιές φωτογραφίες .
Αλλά , αν δεν θες να χαθούν, δεν χάνονται».


ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΤΖΑΝΑΚΟΣ
Ο Γιώργος Ν. Τζανάκος γεννήθηκε το 1929 στο χωριό Αχωμάτου (σημερινό Σμήνος) της Λακωνίας. Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τη φωτογραφία . Έφηβος ακόμα εργαζόταν στο φωτογραφείο «Μονεμβασίτη» στο Γύθειο , όπου (στη συνέχεια) άνοιξε δικό του φωτογραφείο. Το 1949/1951 υπηρέτησε τη θητεία του στα Λ.Ο.Κ. . Το 1954 εγκαταστάθηκε στις Κροκεές . Παντρεύτηκε τη Βούλα Κοσμάκου με την οποία απέκτησε δύο παιδιά , τον Νίκο και τον Γιώργο . Πέθανε και κηδεύτηκε στις Κροκεές στις 11-3-1959 , στα τριάντα του χρόνια .
Ο Γιώργος Ν. Τζανάκος εκτός από καλός επαγγελματίας υπήρξε κι ένας προικισμένος, ευαίσθητος και δημιουργικός καλλιτέχνης φωτογράφος , αφήνοντας ως παρακαταθήκη ζωής πάνω από 15.000 φωτογραφίες υψηλής αισθητικής αρτιότητας και πλούσιας θεματολογίας, οι οποίες αποτελούν για τον τόπο μας μαρτυρίες ζωής μιας άλλης εποχής!


2-2-2017
Βαγγέλης Μητράκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου